„ερημικός“ ερημικός [erimiˈkos], ερημική, ερημικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) einsam, verlassen einsam, verlassen ερημικός περιοχή ερημικός περιοχή