ερημιά
[eriˈmja]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ερημιά
- Einsamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fερημιά μοναξιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφερημιά μοναξιά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ