εργόχειρο
[erˈɣoçiro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Handarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεργόχειρο γυναικείο, σνθ κεντητό ή πλεχτόεργόχειρο γυναικείο, σνθ κεντητό ή πλεχτό