„εργάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εργάζομαι [erˈɣazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <εργάστηκα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) arbeiten arbeiten εργάζομαι εργάζομαι ejemplos εργάζομαι παράνομα schwarzarbeiten εργάζομαι παράνομα