επιχειρησιακός
[epiçirisiaˈkos], επιχειρησιακή, επιχειρησιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- επιχειρησιακή ετοιμότηταθηλυκό | Femininum, weiblich fBetriebsbereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιχειρησιακή στρατηγικήθηλυκό | Femininum, weiblich fUnternehmensstrategieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- επιχειρησιακός κλάδοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGeschäftszweigαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos