„επιφύλαξη“: θηλυκό επιφύλαξη [epiˈfilaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Vorbehalt Vorbehaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m επιφύλαξη επιφύλαξη