„επιρροή“: θηλυκό επιρροή [epiroˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Einfluss Einflussαρσενικό | Maskulinum, männlich m επιρροή επιρροή ejemplos έχω επιρροή Einfluss haben (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) έχω επιρροή