„επιρρεπής“ επιρρεπής [epireˈpis], επιρρεπής, επιρρεπέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjσυνήθως | meist σνθ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) anfällig anfällig (σε für) επιρρεπής επιρρεπής