επιπολαιότητα
[epipoleˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Leichtsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιπολαιότητα ελαφρομυαλιάεπιπολαιότητα ελαφρομυαλιά
- Oberflächlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιπολαιότητα επιφανειακότηταεπιπολαιότητα επιφανειακότητα