„επινοώ“: μεταβατικό ρήμα επινοώ [epinoˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) erfinden, sich ausdenken erfinden επινοώ εφευρίσκω επινοώ εφευρίσκω sich ausdenken επινοώ πλάθω με το νου μου επινοώ πλάθω με το νου μου