επικρατώ
[epikraˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- vorherrschenεπικρατώ υπερισχύωεπικρατώ υπερισχύω
- herrschenεπικρατώ υπάρχωεπικρατώ υπάρχω
- sich durchsetzen, sich behauptenεπικρατώ επιβάλλομαιεπικρατώ επιβάλλομαι