επιθυμία
[epiθiˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Wunschαρσενικό | Maskulinum, männlich m (για nach)επιθυμίαεπιθυμία
- Sehnsuchtθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιθυμία λαχτάραεπιθυμία λαχτάρα
- Begierdeθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιθυμία πόθος, κ. ερωτικόςVerlangenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπιθυμία πόθος, κ. ερωτικόςεπιθυμία πόθος, κ. ερωτικός
ejemplos
- επιθυμία αλλαγήςÄnderungswunschαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επιθυμία απελευθέρωσηςFreiheitsdrangαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- επιθυμία για δραστηριότηταBetätigungsdrangαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos