„επιδοκιμάζω“: μεταβατικό ρήμα επιδοκιμάζω [epiðokjiˈmazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) billigen, gutheißen billigen, gutheißen επιδοκιμάζω επιδοκιμάζω