„επιδένω“: μεταβατικό ρήμα επιδένω [epiˈðeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verbinden verbinden επιδένω τραύμα επιδένω τραύμα