„επιβεβαιώνω“: μεταβατικό ρήμα επιβεβαιώνω [epiveveˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bestätigen, bezeugen, bekräftigen bestätigen, bezeugen, bekräftigen επιβεβαιώνω επιβεβαιώνω ejemplos επιβεβαιώνω δι’ εγγράφου beurkunden επιβεβαιώνω δι’ εγγράφου