εξοικονόμηση
[eksikoˈnomisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Beschaffungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξοικονόμηση κεφαλαίουεξοικονόμηση κεφαλαίου
- Einsparungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξοικονόμηση ενέργειαςεξοικονόμηση ενέργειας
ejemplos
- εξοικονόμηση ενέργειαςEnergiesparenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- εξοικονόμηση εργατικού δυναμικούArbeitsersparnisθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εξοικονόμηση χρόνουZeitersparnisθηλυκό | Femininum, weiblich f