εξειδικευμένος
[eksiðikjevˈmenos], εξειδικευμένη, εξειδικευμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- fachmännischεξειδικευμένοςεξειδικευμένος
ejemplos
- εξειδικευμένες γνώσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplFachkenntnisseπληθυντικός | Plural pl
- εξειδικευμένη λογοτεχνίαθηλυκό | Femininum, weiblich fFachliteraturθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εξειδικευμένο κατάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos