„εξασθενημένος“ εξασθενημένος [eksasθeniˈmenos], εξασθενημένη, εξασθενημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) entnervt entnervt εξασθενημένος εξασθενημένος