„εξαίρεση“: θηλυκό εξαίρεση [eˈkseresi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Ausnahme Ausnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f εξαίρεση εξαίρεση ejemplos με εξαίρεση mit Ausnahme (αιτιατική | Akkusativakk von) με εξαίρεση κάνω μια εξαίρεση eine Ausnahme machen κάνω μια εξαίρεση κατ’ εξαίρεση ausnahmsweise κατ’ εξαίρεση