εξέταση
[eˈksetasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Untersuchungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξέταση υπόθεσης, αρρώστουεξέταση υπόθεσης, αρρώστου
- Prüfungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξέταση έλεγχοςεξέταση έλεγχος