„ενταφιασμός“: αρσενικό ενταφιασμός [endafiazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Begräbnis Begräbnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενταφιασμός ενταφιασμός