Traducción Griego-Alemán para "ενέργεια"

"ενέργεια" en Alemán

ενέργεια
[eˈnerjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Tatθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ενέργεια πράξη
    Handlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ενέργεια πράξη
    Aktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ενέργεια πράξη
    ενέργεια πράξη
  • Energieθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ενέργεια και | undκ. φυσ
    ενέργεια και | undκ. φυσ
  • Wirkungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ενέργεια δράση φαρμάκου
    ενέργεια δράση φαρμάκου
ejemplos
  • κάνω τις απαιτούμενες ενέργειες
    die nötigen Schritte nehmen
    κάνω τις απαιτούμενες ενέργειες
  • ενέργεια αποφυγής
    Ausweichmanöverουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    ενέργεια αποφυγής
  • ενέργεια ρουτίνας
    Routinemaßnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ενέργεια ρουτίνας
βρίσκω την ενέργεια να …
sich aufraffen zu …
βρίσκω την ενέργεια να …
θερμική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Wärmeenergieθηλυκό | Femininum, weiblich f
θερμική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ανανεώσιμη ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
erneuerbare Energieθηλυκό | Femininum, weiblich f
ανανεώσιμη ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
υδραυλική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Wasserkraftθηλυκό | Femininum, weiblich f
υδραυλική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
πυρηνική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kernkraftθηλυκό | Femininum, weiblich f
πυρηνική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ατομική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Atomenergieθηλυκό | Femininum, weiblich f
ατομική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
πυρηνική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kernenergieθηλυκό | Femininum, weiblich f
πυρηνική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ψυχαναγκαστική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Zwangshandlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ψυχαναγκαστική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γεωθερμική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Erdwärmeθηλυκό | Femininum, weiblich f
γεωθερμική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
ηλιακή ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sonnenenergieθηλυκό | Femininum, weiblich f
Solarstromαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Solarenergieθηλυκό | Femininum, weiblich f
ηλιακή ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
εναλλακτική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Alternativenergieθηλυκό | Femininum, weiblich f
εναλλακτική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
γεμάτος ενέργεια
γεμάτος ενέργεια
ανεξάρτητη ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Einzelaktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
ανεξάρτητη ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
κινητική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Bewegungsenergieθηλυκό | Femininum, weiblich f
κινητική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f

¡Denos su opinión!

¿Qué le parece el diccionario en línea de Langenscheidt?

¡Muchas gracias por su valoración!

¿Tiene algún comentario sobre nuestros diccionarios en línea?

¿Falta alguna traducción, hay algún error o quiere elogiar nuestra labor? Rellene el formulario con sus comentarios. Indicar el correo electrónico es opcional y, conforme a nuestra política de privacidad, solo se utilizará para responder a su consulta.

Por favor, confirme que es usted una persona marcando la casilla de confirmación.*

*Campo obligatorio

Por favor, complete los campos marcados.

¡Muchas gracias por su comentario!

Visítenos en: