„εκχύλισμα“: ουδέτερο εκχύλισμα [ekˈçilizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Extrakt, Auszug Extraktαρσενικό | Maskulinum, männlich m εκχύλισμα Auszugαρσενικό | Maskulinum, männlich m εκχύλισμα εκχύλισμα