εκτροχιασμός
[ektroçiazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Entgleisungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκτροχιασμόςεκτροχιασμός