εκδρομικός
[ekðromiˈkos], εκδρομική, εκδρομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- εκδρομικός προορισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mAusflugsortαρσενικό | Maskulinum, männlich m