„ειρωνικός“ ειρωνικός [ironiˈkos], ειρωνική, ειρωνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ironisch ironisch ειρωνικός ειρωνικός