εικονικός
[ikoniˈkos], εικονική, εικονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- virtuellεικονικός μη πραγματικόςεικονικός μη πραγματικός
- fiktivεικονικός πλασματικόςεικονικός πλασματικός
ejemplos
- εικονική εγκυμοσύνηθηλυκό | Femininum, weiblich fScheinschwangerschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εικονική εταιρείαθηλυκό | Femininum, weiblich fScheinfirmaθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εικονική πραγματικότηταθηλυκό | Femininum, weiblich fvirtuelle Realitätθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos