ειδικευμένος
[iðikjevˈmenos], ειδικευμένη, ειδικευμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ausgebildet, spezialisiert (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ειδικευμένοςειδικευμένος
ejemplos
- ειδικευμένη εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fHandwerksberufαρσενικό | Maskulinum, männlich m