„δόλωμα“: ουδέτερο δόλωμα [ˈðoloma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Köder Köderαρσενικό | Maskulinum, männlich m δόλωμα δόλωμα ejemplos τσίμπησε το δόλωμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ er/sie hat angebissen τσίμπησε το δόλωμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ