δράστης
[ˈðrastis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Täterαρσενικό | Maskulinum, männlich mδράστης αδικήματοςδράστης αδικήματος
- Attentäterαρσενικό | Maskulinum, männlich mδράστης δολοφονικής ενέργειαςδράστης δολοφονικής ενέργειας
ejemplos
- δράστης ασέλγειας σε ανήλικοKinderschänderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δράστης παρενόχλησηςStalkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δράστης σεξουαλικών εγκλημάτωνTriebtäterαρσενικό | Maskulinum, männlich m