„δολοφονία“: θηλυκό δολοφονία [ðolofoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Ermordung, Mord Ermordungθηλυκό | Femininum, weiblich f δολοφονία Mordαρσενικό | Maskulinum, männlich m δολοφονία δολοφονία