διόρθωση
[ðiˈorθosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Korrekturθηλυκό | Femininum, weiblich fδιόρθωση λάθουςVerbesserungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιόρθωση λάθουςδιόρθωση λάθους
- Ausbesserungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιόρθωση επισκευήInstandsetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιόρθωση επισκευήδιόρθωση επισκευή
ejemplos
- διόρθωση τυπογραφικών δοκιμιώνKorrekturlesenουδέτερο | Neutrum, sächlich n