διχασμός
[ðixazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Zwietrachtθηλυκό | Femininum, weiblich fδιχασμός διχόνοιαδιχασμός διχόνοια
- Spaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιχασμός προσωπικότηταςδιχασμός προσωπικότητας