δικαίωμα
[ðiˈkjeoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Rechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nδικαίωμαδικαίωμα
- Anrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nδικαίωμα απαίτησηAnspruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)δικαίωμα απαίτησηδικαίωμα απαίτηση
ejemplos
- δίνω το δικαίωμαberechtigen (σε, να zu)
- με δικαίωμα ψήφου
- δικαίωμα αναφοράςPetitionsrechtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos