„δικάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα δικάζομαι [ðiˈkazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) vor Gericht stehen vor Gericht stehen (για wegen) δικάζομαι δικάζομαι