διεγερτικό
[ðiejertiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Anregungsmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιεγερτικόAufputschmittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιεγερτικόδιεγερτικό