διατροφή
[ðiatroˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Ernährungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιατροφήδιατροφή
- Verpflegungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιατροφή εφοδιασμός με τρόφιμαδιατροφή εφοδιασμός με τρόφιμα
- Unterhaltαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιατροφή νομικός όρος | Rechtswesenνομδιατροφή νομικός όρος | Rechtswesenνομ
ejemplos
- πλήρης διατροφήVollpensionθηλυκό | Femininum, weiblich f