διασταύρωση
[ðiaˈstavrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Kreuzungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιασταύρωση βοτανική | Botanikβοτδιασταύρωση βοτανική | Botanikβοτ
- (Weg-)Gabelungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιασταύρωση δρόμωνδιασταύρωση δρόμων
- Zwischendingουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιασταύρωση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδιασταύρωση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos
- διασταύρωση εθνικής οδούAutobahndreieckουδέτερο | Neutrum, sächlich n