διακριτικός
[ðiakritiˈkos], διακριτική, διακριτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unterscheidendδιακριτικός που χωρίζειδιακριτικός που χωρίζει
- charakteristischδιακριτικός χαρακτηριστικόςδιακριτικός χαρακτηριστικός
- diskret, taktvoll, feinfühligδιακριτικός συμπεριφοράδιακριτικός συμπεριφορά
- weichδιακριτικός ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ διαχωρισμός λέξηςδιακριτικός ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ διαχωρισμός λέξης