διαβασμένος
[ðjavazˈmenos], διαβασμένη, διαβασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- διαβασμένος μορφωμένος
- gut vorbereitetδιαβασμένος για εξετάσειςδιαβασμένος για εξετάσεις