δημοφιλής
[ðimofiˈlis], δημοφιλής, δημοφιλέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- δημοφιλές πρόσωποουδέτερο | Neutrum, sächlich nSympathieträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δημοφιλής επιτυχίαθηλυκό | Femininum, weiblich fPublikumserfolgαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δημοφιλής επιτυχίαθηλυκό | Femininum, weiblich fPublikumsrennerαρσενικό | Maskulinum, männlich m