„δίνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα δίνομαι [ˈðinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich hingeben, sich widmen sich hingeben, sich widmen (σεδοτική | Dativ dat) δίνομαι αφοσιώνομαι δίνομαι αφοσιώνομαι