„δίκιο“: ουδέτερο δίκιο [ˈðikjjo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Recht Rechtουδέτερο | Neutrum, sächlich n δίκιο ό,τι είναι ορθό δίκιο ό,τι είναι ορθό ejemplos έχω δίκιο recht/Recht haben έχω δίκιο δίνω δίκιο recht/Recht geben (σε κάποιον jemandem) δίνω δίκιο