δέσμευση
[ˈðezmefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verpflichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fδέσμευση υποχρέωσηδέσμευση υποχρέωση
- Festlegungθηλυκό | Femininum, weiblich fδέσμευση χρηματικού ποσούδέσμευση χρηματικού ποσού