γούνινος
[ˈɣuninos], γούνινη, γούνινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- γούνινη λεπτομέρειαθηλυκό | Femininum, weiblich fFellbesatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- γούνινη μπόταθηλυκό | Femininum, weiblich fPelzstiefelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos