„γοτθικός“ γοτθικός [ɣotθiˈkos], γοτθική, γοτθικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) gotisch gotisch γοτθικός γοτθικός ejemplos γοτθική καμάραθηλυκό | Femininum, weiblich f Spitzbogenαρσενικό | Maskulinum, männlich m γοτθική καμάραθηλυκό | Femininum, weiblich f γοτθικός ρυθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Gotikθηλυκό | Femininum, weiblich f γοτθικός ρυθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m