γνησιότητα
[ɣnisiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Echtheitθηλυκό | Femininum, weiblich fγνησιότητα αυθεντικότηταOriginalitätθηλυκό | Femininum, weiblich fγνησιότητα αυθεντικότηταγνησιότητα αυθεντικότητα
- Reinheitθηλυκό | Femininum, weiblich fγνησιότητα αγνότηταγνησιότητα αγνότητα