„γεροντίστικος“ γεροντίστικος [jeronˈdistikos], γεροντίστικη, γεροντίστικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) senil senil γεροντίστικος γεροντίστικος