„γενετικά“: επίρρημα γενετικά [jenetiˈka]επίρρημα | Adverb adv Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) gentechnisch gentechnisch γενετικά γενετικά ejemplos γενετικά επιβλαβής erbgutschädigend γενετικά επιβλαβής γενετικά τροποποιημένος genverändert γενετικά τροποποιημένος γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Genmaisαρσενικό | Maskulinum, männlich m γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκιουδέτερο | Neutrum, sächlich n