γδάρσιμο
[ˈɣðarsimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Häutenουδέτερο | Neutrum, sächlich nγδάρσιμο ζώουγδάρσιμο ζώου
- Hautabschürfungθηλυκό | Femininum, weiblich fγδάρσιμο εκδοράγδάρσιμο εκδορά
- Schröpfenουδέτερο | Neutrum, sächlich nγδάρσιμο οικονομική εξάντληση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφγδάρσιμο οικονομική εξάντληση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ